Το κάστρο του Πλαταμώνα και η θάλασσα



 "Το κάστρο τού Πλαταμώνα και η θάλασσα"

Πέρσι τέτοιο καιρό είχα πάρει τα βουνά. Φέτος επιμένω στο να κινούμαι παραθαλάσσια. Το απαιτεί το λεγόμενο Ελληνικό Καλοκαίρι. Γιατί; Γιατί αυτή η γαλάζια ελληνική θάλασσα είναι που διαφοροποιεί τον τόπο μας από τη γενικότητα - το χρώμα, τα φυτά τριγύρω (από τα αρμυρίκια ως και τις φτέρες), η μυρωδιά τού αέρα, ο ανοικτός ορίζοντας που προκαλεί, που απαιτεί ταξίδια δημιουργώντας όνειρα. Και πάνω από τα κατάρτια των καϊκιών πετούν οι γλάροι κι οι γάτες λιαζονται στα λιμανάκια περιμένοντας καρτερικά να ρθει καλή ψαριά που να έχει και περίσσευμα για δαυτες. Κακά τα ψέματα, είμαστε έθνος καλοκαιρινό - τελευταία μόνο κάποιοι από μας έχουμε ανακαλύψει ότι και ο χειμώνας προσφέρεται για αποδράσεις.

   Η θάλασσα λοιπόν ανέκαθεν είχε μια σχέση ζωτικού χαρακτήρα με την πατρίδα μας. Υπήρξε όμως και φορέας μεταφοράς εχθρών από την εποχή του Δαρείου και δεν συμμαζευεται. Αυτός είναι ο λόγος που εδώ αφθονούν τα παραθαλάσσια κάστρα, απομεινάρια πια κυρίως μεσαιωνικών οχειρωσεων, κατοπινών (από την εποχή κυρίως της τουρκοκρατίας) αλλά και πανάρχαιων - το αστείο είναι ότι ίσως τα πιο πολλά κάστρα που βρίσκονται στον ελλαδικό χώρο έχουν, για διάφορους λόγους, χτιστεί από κατακτητές, διότι είμαστε ως τόπος βυθισμένοι στα βαθιά της ιστορίας, πλην όμως οι πιο πολλοί αυτό το πράγμα το αγνοούμε.

   Κάθομαι και χαζεύω το κάστρο του Πλαταμώνα, το οποίο με τη σειρά του χαζεύει τη θάλασσα, ειδικότερα δε τους θερινούς κολυμβητές που έχουν κατακλύσει τις γύρω παραλίες, μα και τον μακεδονικό κάμπο και βέβαια το βουνό των δώδεκα θεών. Ηράκλειον λεγόταν ο Πλαταμώνας πριν από τούς βυζαντινούς χρόνους. Την τωρινή του ονομασία την πρωτοσυνανταμε σε χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού του Α. Το 1204 οι Φράγκοι - Σταυροφόροι κατέλαβαν την Βασιλεύουσα και σιγά σιγά άρχισαν να κυριαρχούν στον ελλαδικό χώρο, κυρίως δε στις παραθαλάσσιες ζώνες. Οι Φράγκοι ήξεραν πολύ καλά τα "κόλπα" κι έπιαναν στον αέρα το ποιες ήταν οι περιοχές κλειδιά τις οποίες και οχειρωναν για να ελέγχουν τα πάντα. Η περιοχή του Πλαταμώνα δόθηκε στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης που βρισκόταν υπό τον Βονιφάτιο τον Μομφεραρικο. Ο Λομβαρδος ιππότης Ρολάντο Πικέ (ίσως μακρινό σόι με τον πρώην της Σακίρας) ήταν αυτός που αναλαμβάνοντας τοπαρχης της περιοχής έχτισε το προσφιλές σε μας τούς περιηγητές κάστρο κατόπιν εντολής του Βονιφάτιου για να ελέγχει τη θάλασσα από τη Χαλκιδική μέχρι το ύψος του Ολύμπου, το πέρασμα από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία (Τέμπη), και βέβαια τον απέραντο μακεδονικό κάμπο. Τότε ο ελεγχος της θάλασσας ήταν πολύ σημαντικός γιατί ήδη ανθούσαν οι εμπορικές διαθαλασσιες μεταφορές και οι κουρσάροι είχαν κάνει την εμφάνιση τους. Στο Χρονικό του Μορέως (παρεπιπτόντως διαβάστε την λογοτεχνική μεταφορά αυτού από τον Άγγελο Τερζάκη στο μυθιστόρημα του: Η πριγκίπισσα Ιζαμπώ) αναφέρεται ότι στην περιοχή γύρω από το κάστρο είχαν φτιαχτεί και λατινικές εκκλησίες. Αυτά ομως για λίγο χρόνο γιατί όπως μας έχει διδάξει ο παππούς μας ο Ηράκλειτος, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει, έτσι μετά από μόλις δυο χρόνια το κάστρο κυριεύτηκε από τον Θεόδωρο Α Κομνηνό - Δούκα, δόθηκε για λίγο στον αδερφό του Μανουήλ Κομνηνό Δούκα για να προσαρτηθεί μετά στο Δεσποτάτο της Ηπείρου υπό τον Μιχαήλ Δούκα. Εντέλει μετά από τη μάχη της Πελαγονίας το κάστρο καταλήφθηκε από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η τον Παλαιολόγο. Χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή για Φράγκους οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί, ως φυλακή χρησιμοποιήθηκε και για τούς Ζηλωτές επαναστάτες του γνωστού κινήματος της Θεσσαλονίκης όταν αυτοί νικήθηκαν από τον στρατηγό Αποκαυκο - ήταν μια ταξική (ουσιαστικά) εξέγερση, η πρώτη χρονικά μετά από εκείνη που έγινε στη Ρώμη με αρχηγό τον Σπάρτακο.

    Ύστερα Τούρκοι, Ενετοί και ύστερα πάλι οι Τούρκοι είχανε στην κυριαρχία τους το κάστρο. 100 Τούρκοι κάηκαν ζωντανοί μέσα στο κάστρο κατά τη διάρκεια μιας από τις αψιμαχίες. Και ήρθε και ο 18ος αιώνας και το μέρος αποτέλεσε αρματολίκι το οποίο για κάμποσο καιρό το διοικούσε ο γνωστός οπλαρχηγός Γεωργάκης Ολύμπιος. Το 1897 βομβαρδίστηκε το κάστρο από τον Ναύαρχο Σαχτούρη κι εγκαταλείφθηκε από τούς Τούρκους. Το 1941 τριγύρω έγινε μάχη μεταξύ στρατιωτών από τη Νέα Ζηλανδία και Γερμανών ναζί με νικητές τους δεύτερους, ενώ στον ελληνικό εμφύλιο δεν παίχτηκε εκεί κάτι το σοβαρό.

   Όπου πέρασμα εκεί και κάστρο, μια πολεμική αρχή με διάρκεια  χιλιετιών, η οποία μας άφησε πλούτο από μνημεία (τα τελευταία είναι: η γραμμή Μαζινό και το τείχος του Ατλαντικού)που με τον καιρό αποπνέουν ένα είδος ρομαντισμού έχοντας αποτινάξει από πάνω τους την αγριότητα τού σκοπού της υπάρξεως τους. Πια (μετά την εμφάνιση των τακτικών Ρόμελ - Γκουντεριαν) οι πόλεμοι βασίζονται στους ελιγμούς και στην ταχύτητα, ενώ η αεροπορία (οι δρονοι αποτελούν την μοντέρνα της μορφή) αναλαμβάνει όλα τα άλλα. Σαν να λέμε ότι ο θάνατος ενός είδους πολεμικών επιχειρήσεων έχει γεννήσει αισθητικό αλλά και αφηγηματικό πολιτισμό - κουφό μεν αλλά όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...

   Προϊόντα της αγριότητας τού πολέμου τα κάστρα αλλά στην φυσική τους μορφή χτισμένα με πέτρες που τις κουβάλησαν υποζύγια και άνθρωποι η αλλιώς όπως είχε πει ο Ουίνστον Τσώρτσιλ κι όχι ο συμπαθής Σάκης Ρουβάς: Αίμα, δάκρυα κι ιδρώτας - για να φτάσουμε στο σήμερα που (κατά τον ποιητή Νίκο Γκάτσο) χωριάτες παζαρευουν τα τσιμέντα, που πετάνε αποτσιγαρα οι τουρίστες και τα κάστρα μας έχουν γίνει αξιοθέατα και παρατηρητές. Παρατηρητές όσων φέρνουν η θάλασσες μας, όσων παράγουν οι κάμποι μας, παρατηρητές της λάμψης των βουνών μας. Παρατηρητές αφ' υψηλού, δήθεν αδιάφοροι, γνωστές τους πώς και πόσο γίνεται κατά καιρούς σκληρή η ιστορία.

   Αφήνω το κάστρο στην ησυχία του. Γυρίζω και παρατηρώ τη θάλασσα. Από μικρό με γοήτευαν οι ιστορίες των εξερευνητών. Στην εποχή  των δορυφόρων κατά την οποία γεννήθηκα και ζω το σύμπαν πια είναι η πιο σημαντική από τις προκλήσεις. Η θάλασσα όμως παραμένει θάλασσα και κάστρα σαν και αυτό που τώρα είναι πίσω μου μέλλει να δούμε αν θα τα ρουφήξει κάποτε μία από τις μαύρες τρύπες της ιστορίας.

ΑΠΌΣΤΟΛΟΣ ΒΕΡΓΗΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις